- ὀφίοθριξ
- ὀφῐο-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,A snake-haired, Tz. ad Hes.Sc.235.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οφιόθριξ — ὀφιόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει κόμη που μοιάζει με φίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + θριξ, τριχός] … Dictionary of Greek
όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… … Dictionary of Greek